πολυτεχνίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτεχνίτισσα < πολυτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτεχνίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πολυτεχνίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτεχνίτισσα
|
πολυτεχνίτισσα θηλυκό
|