πολυπεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπεκτομή < πολυπ(ους) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυπεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση πολύποδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπεκτομή
|