↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πνῐγ-
ονομαστική πνίξ αἱ πνίγες
      γενική τῆς πνιγός τῶν πνιγῶν
      δοτική τῇ πνιγῐ́ ταῖς πνιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν πνίγ τὰς πνίγᾰς
     κλητική ! πνίξ πνίγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πνίγε
γεν-δοτ τοῖν  πνιγοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνίξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πνίξ, -ῐγός θηλυκό