πλοηγίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλοηγίς | αἱ | πλοηγίδες | ||||
γενική | τῆς | πλοηγίδος | τῶν | πλοηγίδων | ||||
δοτική | τῇ | πλοηγίδι | ταῖς | πλοηγίσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πλοηγίδα | τὰς | πλοηγίδας | ||||
κλητική ὦ! | πλοηγίς* | πλοηγίδες | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλοηγίς, -ίδος θηλυκό