Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλοηγίς αἱ πλοηγίδες
      γενική τῆς πλοηγίδος τῶν πλοηγίδων
      δοτική τῇ πλοηγίδι ταῖς πλοηγίσι(ν)
    αιτιατική τὴν πλοηγίδα τὰς πλοηγίδας
     κλητική ! πλοηγίς* πλοηγίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοηγίς (μαρτυρείται από το 1858)[1] < → και δείτε τη λέξη πλοηγίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλοηγίς, -ίδος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 64 - Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi