πλαγιογραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαγιογραφή | ||
γενική | της | πλαγιογραφής | ||
αιτιατική | την | πλαγιογραφή | ||
κλητική | πλαγιογραφή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλαγιογραφή, (νεολογισμός) τέλους 20ού αιώνα < πλαγιο- + γραφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαγιογραφή θηλυκό
- γραφή με πλάγια γράμματα
- στο e-mail γράφω πάντα με πλαγιογραφή την υπογραφή μου