Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλέθρον τὰ πλέθρ
      γενική τοῦ πλέθρου τῶν πλέθρων
      δοτική τῷ πλέθρ τοῖς πλέθροις
    αιτιατική τὸ πλέθρον τὰ πλέθρ
     κλητική ! πλέθρον πλέθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλέθρω
γεν-δοτ τοῖν  πλέθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλέθρον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλέθρον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία