Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστοχρεώνω < πιστώνω + -ο- + χρεώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crédit et débit

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.sto.xɾeˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

πιστοχρεώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία