χρεοπιστώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρεοπιστώνω < πιστοχρεώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾe.o.piˈsto.no/
Ρήμα
επεξεργασίαχρεοπιστώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- χρεοπίστωση
- → δείτε τις λέξεις χρέος και πίστη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρεοπιστώνω | χρεοπίστωνα | θα χρεοπιστώνω | να χρεοπιστώνω | χρεοπιστώνοντας | |
β' ενικ. | χρεοπιστώνεις | χρεοπίστωνες | θα χρεοπιστώνεις | να χρεοπιστώνεις | χρεοπίστωνε | |
γ' ενικ. | χρεοπιστώνει | χρεοπίστωνε | θα χρεοπιστώνει | να χρεοπιστώνει | ||
α' πληθ. | χρεοπιστώνουμε | χρεοπιστώναμε | θα χρεοπιστώνουμε | να χρεοπιστώνουμε | ||
β' πληθ. | χρεοπιστώνετε | χρεοπιστώνατε | θα χρεοπιστώνετε | να χρεοπιστώνετε | χρεοπιστώνετε | |
γ' πληθ. | χρεοπιστώνουν(ε) | χρεοπίστωναν χρεοπιστώναν(ε) |
θα χρεοπιστώνουν(ε) | να χρεοπιστώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρεοπίστωσα | θα χρεοπιστώσω | να χρεοπιστώσω | χρεοπιστώσει | ||
β' ενικ. | χρεοπίστωσες | θα χρεοπιστώσεις | να χρεοπιστώσεις | χρεοπίστωσε | ||
γ' ενικ. | χρεοπίστωσε | θα χρεοπιστώσει | να χρεοπιστώσει | |||
α' πληθ. | χρεοπιστώσαμε | θα χρεοπιστώσουμε | να χρεοπιστώσουμε | |||
β' πληθ. | χρεοπιστώσατε | θα χρεοπιστώσετε | να χρεοπιστώσετε | χρεοπιστώστε | ||
γ' πληθ. | χρεοπίστωσαν χρεοπιστώσαν(ε) |
θα χρεοπιστώσουν(ε) | να χρεοπιστώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρεοπιστώσει | είχα χρεοπιστώσει | θα έχω χρεοπιστώσει | να έχω χρεοπιστώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρεοπιστώσει | είχες χρεοπιστώσει | θα έχεις χρεοπιστώσει | να έχεις χρεοπιστώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρεοπιστώσει | είχε χρεοπιστώσει | θα έχει χρεοπιστώσει | να έχει χρεοπιστώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρεοπιστώσει | είχαμε χρεοπιστώσει | θα έχουμε χρεοπιστώσει | να έχουμε χρεοπιστώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρεοπιστώσει | είχατε χρεοπιστώσει | θα έχετε χρεοπιστώσει | να έχετε χρεοπιστώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρεοπιστώσει | είχαν χρεοπιστώσει | θα έχουν χρεοπιστώσει | να έχουν χρεοπιστώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρεοπιστώνω
|