πιστοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πιστοποίησῐς | αἱ | πιστοποιήσεις | ||||
γενική | τῆς | πιστοποιήσεως | τῶν | πιστοποιήσεων | ||||
δοτική | τῇ | πιστοποιήσει | ταῖς | πιστοποιήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πιστοποίησῐν | τὰς | πιστοποιήσεις | ||||
κλητική ὦ! | πιστοποίησῐ | πιστοποιήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιστοποιήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιστοποιησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιστοποίησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιστοποίησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πιστοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.