πινακογλείφτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πινακογλείφτισσα < πινακογλείφτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπινακογλείφτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πινακογλείφτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πινακογλείφτισσα
|