Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηχάκι τα πηχάκια
      γενική
    αιτιατική το πηχάκι τα πηχάκια
     κλητική πηχάκι πηχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηχάκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηχάκι ουδέτερο

  1. μικρό μακρόστενο κομμάτι ξύλου ή σκληρού πλαστικού
    • πρώτη ύλη για σοβατεπί (ξύλο, συνθετικό υλικό κτλ. κάποιες φορές κούφιο)
  2. συστατικό σύνθετου ξύλινου πάνελ-παζλ
    πολλά μασίφ ξύλινα πάνελ, αποτελούν παζλ από κολλημένα πηχάκια

  Μεταφράσεις επεξεργασία