πηλοβατίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πηλοβατίς | αἱ | πηλοβατίδες | ||||
γενική | τῆς | πηλοβατίδος | τῶν | πηλοβατίδων | ||||
δοτική | τῇ | πηλοβατίδῐ | ταῖς | πηλοβατίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πηλοβατίδᾰ | τὰς | πηλοβατίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πηλοβατίς* | πηλοβατίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηλοβατίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πηλοβατίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον πληθυντικό, πηλοβατίδες στη μορφή πηλοπατίδες. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηλοβατίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλοβατίς θηλυκό
- μορφή του *πηλοπατίς, πληθυντικός πηλοπατίδες: παπούτσια σαν αρβύλες, κατάλληλα για λασπώδες έδαφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πηλοβατίς σελ.5799 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- πηλοπατίδες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.