↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεντακοσίαρχος οι πεντακοσίαρχοι
      γενική του πεντακοσίαρχου
πεντακοσιάρχου
των πεντακοσίαρχων
πεντακοσιάρχων
    αιτιατική τον πεντακοσίαρχο τους πεντακοσίαρχους
πεντακοσιάρχους
     κλητική πεντακοσίαρχε πεντακοσίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντακοσίαρχος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεντακοσίαρχος αρσενικό

  • στρατιωτικός βαθμός κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 για διοικητή πεντακοσίων ανδρών
    ※  Εν τω μέσω του κατακλυσμού εκείνου ο πρώτος πεντακοσίαρχος Σπύρο Μίλιος μετά του α΄ εκατοντάρχου Πάνου Δάρα και μετ ' άλλων αξιωματικών, ευρών μίαν εκκλησίαν και δύο οικίας εις Καπαρέλι , κατέφυγεν εις αυτάς(Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, τομ. 2, Εκδοτικός Οίκος Κοσμαδάκη, 1968 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία