πατριδολάτρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριδολάτρισσα < πατριδολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριδολάτρισσα θηλυκό
- θηλυκό του πατριδολάτρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατριδολάτρισσα
|
πατριδολάτρισσα θηλυκό
|