πατερμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πατερμά | ||
γενική | των | πατερμών | ||
αιτιατική | τα | πατερμά | ||
κλητική | πατερμά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατερμά < Πάτερ ημών < αρχαία ελληνική πατήρ + ἡμῶν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατερμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
επεξεργασία- πατερμά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πατερμά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατερμά
|