πασόκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πασόκος | οι | πασόκοι |
γενική | του | πασόκου | των | πασόκων |
αιτιατική | τον | πασόκο | τους | πασόκους |
κλητική | πασόκο | πασόκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπασόκος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πασόκος
|