Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παστούρωμα τα παστουρώματα
      γενική του παστουρώματος των παστουρωμάτων
    αιτιατική το παστούρωμα τα παστουρώματα
     κλητική παστούρωμα παστουρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστούρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παστούρωμα ουδέτερο

  • δέσιμο δυο ποδιών (ένα μπροστινό και ένα πίσω) ή ενός ποδιού και του κεφαλιού ενός ζώου με σκοινί ή αλυσίδα, ώστε να μην μπορεί να απομακρυνθεί παρά μόνο με πολύ μικρό ρυθμό, πρακτική βασανιστική για τα ζώα

Αναφέρεται και ως μπαστούρωμα, περδούκλωμα ή περδούκλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία