Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παστορίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παστορίν
α
οι
παστορίν
ες
γενική
της
παστορίν
ας
των
παστορίν
ων
αιτιατική
την
παστορίν
α
τις
παστορίν
ες
κλητική
παστορίν
α
παστορίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παστορίνα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παστορίνα
θηλυκό
(
σπάνιο
) γυναίκα
πάστορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παστορίνα