πασπαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασπαλιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πασπαλιστής αρσενικό
- πασπαλιστήρι, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
- χρήστης πασπαλιστηρίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
πασπαλιστής
|