παρωτῖτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρωτῖτις | αἱ | παρωτίτιδες | ||||
γενική | τῆς | παρωτίτιδος | τῶν | παρωτιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | παρωτίτιδι | ταῖς | παρωτίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρωτῖτιν | τὰς | παρωτίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | παρωτῖτι | παρωτίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρωτῖτις, -ιδος θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .