Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παροιμιόμυθος οι παροιμιόμυθοι
      γενική του παροιμιόμυθου των παροιμιόμυθων
    αιτιατική τον παροιμιόμυθο τους παροιμιόμυθους
     κλητική παροιμιόμυθε παροιμιόμυθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροιμιόμυθος < παροιμί(α) + -ό- + μύθος, όρος που επινόησε το 1972 ο καθηγητής λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροιμιόμυθος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία