παροικούντες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | παροικούντες | ||
γενική | των | παροικούντων | ||
αιτιατική | τους | παροικούντες | ||
κλητική | παροικούντες | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παροικούντες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροικοῦντες, μετοχή ενεστώτα του παροικῶ (ὁ παροικῶν, ἡ παροικοῦσα, τὸ παροικοῦν) συνηρημένου τύπου του παροικέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαροικούντες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ: που γνωρίζουν καλά πρόσωπα και πράγματα μιας σχετικά κλειστής ή περιορισμένης κοινότητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροικούντες
|