Δείτε επίσης: παροικοῦντες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι παροικούντες
      γενική των παροικούντων
    αιτιατική τους παροικούντες
     κλητική παροικούντες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροικούντες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροικοῦντες, μετοχή ενεστώτα του παροικῶ (ὁ παροικῶν, ἡ παροικοῦσα, τὸ παροικοῦν) συνηρημένου τύπου του παροικέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροικούντες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία