Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρενιαυτοφορία οι παρενιαυτοφορίες
      γενική της παρενιαυτοφορίας των παρενιαυτοφοριών
    αιτιατική την παρενιαυτοφορία τις παρενιαυτοφορίες
     κλητική παρενιαυτοφορία παρενιαυτοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρενιαυτοφορία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρενιαυτοφορία θηλυκό

  • το φαινόμενο όπου ενώ το δέντρο βρίσκεται σε πλήρη καρποφορία (βεντέμα) και παράγει ικανοποιητικά, την επόμενη χρονιά παρατηρείται απότομα πτώση της παραγωγής που δεν οφείλεται σε παθολογικά ή σε κλιματολογικά αίτια, λόγω κατανάλωσης σε μεγάλο ποσοστό των θρεπτικών αποθεμάτων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία