παραπληγική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραπληγική < παραπληγικός + -ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραπληγική θηλυκό
- θηλυκό του παραπληγικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραπληγική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαραπληγική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παραπληγικός