Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραθυρεοειδεκτομή οι παραθυρεοειδεκτομές
      γενική της παραθυρεοειδεκτομής των παραθυρεοειδεκτομών
    αιτιατική την παραθυρεοειδεκτομή τις παραθυρεοειδεκτομές
     κλητική παραθυρεοειδεκτομή παραθυρεοειδεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραθυρεοειδεκτομή < παραθυρεοειδ(ης) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραθυρεοειδεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση παραθυρεοειδούς αδένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία