Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραβάτισσα οι παραβάτισσες
      γενική της παραβάτισσας των παραβατισσών
    αιτιατική την παραβάτισσα τις παραβάτισσες
     κλητική παραβάτισσα παραβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβάτισσα < παραβάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραβάτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη παραβάτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία