↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράβολος οι παράβολοι
      γενική του παραβόλου των παραβόλων
    αιτιατική τον παράβολο τους παραβόλους
     κλητική παράβολε παράβολοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράβολος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

παράβολος

  • Βυζαντινός κληρικός αφιερωμένος στην φροντίδα ασθενών με λοιμώδη νοσήματα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία