παράβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράβολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπαράβολος
- Βυζαντινός κληρικός αφιερωμένος στην φροντίδα ασθενών με λοιμώδη νοσήματα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράβολος
|
παράβολος
|