παπάκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπάκης | οι | παπάκηδες |
γενική | του | παπάκη | των | παπάκηδων |
αιτιατική | τον | παπάκη | τους | παπάκηδες |
κλητική | παπάκη | παπάκηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπάκης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπάκης αρσενικό
- (επτανησιακό, κυπριακό, οικείο) ο μπαμπάς