πανό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανό < (άμεσο δάνειο) γαλλική panneau < παλαιά γαλλική panel < μεσαιωνική λατινική *pannellus < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂n- (ύφασμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανό ουδέτερο άκλιτο
- πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο