Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιγαντοπανό < γίγαντας + -ο- + πανό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιγαντοπανό ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία