πανσλαβίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανσλαβίστρια < πανσλαβιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανσλαβίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πανσλαβιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανσλαβίστρια
|
πανσλαβίστρια θηλυκό
|