πανθεΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανθεΐστρια < πανθεϊστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανθεΐστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πανθεϊστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανθεΐστρια
|
πανθεΐστρια θηλυκό
|