παζαρευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παζαρευτής < παζαρεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παζαρευτής αρσενικό, θηλυκό:παζαρεύτρα
- αυτός που παζαρεύει
Μεταφράσεις επεξεργασία
παζαρευτής
|
παζαρευτής αρσενικό, θηλυκό:παζαρεύτρα
|