παγιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγιότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παγιότητα θηλυκό
- η (ΑΜ παγιότης, ητος) [πάγιος] η ιδιότητα τού πάγιου, η στερεότητα, η σταθερότητα, η ευστάθεια, η μονιμότητα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγιότητα
|