Ετυμολογία

επεξεργασία
παγιοποιώ < πάγιος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) consolider)

παγιοποιώ

  1. δίνω σε κάτι έναν πάγιο χαρακτήρα
    η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρόκειται να μειώσει και να παγιοποιήσει τους δασμούς που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1996 [1]
  2. σταθεροποιώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία