παγιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγιοποιώ < πάγιος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) consolider)
Ρήμα
επεξεργασίαπαγιοποιώ
- δίνω σε κάτι έναν πάγιο χαρακτήρα
- η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρόκειται να μειώσει και να παγιοποιήσει τους δασμούς που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1996 [1]
- σταθεροποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παγιοποίηση
- → δείτε τις λέξεις πάγιος και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παγιοποιώ | παγιοποιούσα | θα παγιοποιώ | να παγιοποιώ | παγιοποιώντας | |
β' ενικ. | παγιοποιείς | παγιοποιούσες | θα παγιοποιείς | να παγιοποιείς | (παγιοποίει) | |
γ' ενικ. | παγιοποιεί | παγιοποιούσε | θα παγιοποιεί | να παγιοποιεί | ||
α' πληθ. | παγιοποιούμε | παγιοποιούσαμε | θα παγιοποιούμε | να παγιοποιούμε | ||
β' πληθ. | παγιοποιείτε | παγιοποιούσατε | θα παγιοποιείτε | να παγιοποιείτε | παγιοποιείτε | |
γ' πληθ. | παγιοποιούν(ε) | παγιοποιούσαν(ε) | θα παγιοποιούν(ε) | να παγιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παγιοποίησα | θα παγιοποιήσω | να παγιοποιήσω | παγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | παγιοποίησες | θα παγιοποιήσεις | να παγιοποιήσεις | παγιοποίησε | ||
γ' ενικ. | παγιοποίησε | θα παγιοποιήσει | να παγιοποιήσει | |||
α' πληθ. | παγιοποιήσαμε | θα παγιοποιήσουμε | να παγιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | παγιοποιήσατε | θα παγιοποιήσετε | να παγιοποιήσετε | παγιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | παγιοποίησαν παγιοποιήσαν(ε) |
θα παγιοποιήσουν(ε) | να παγιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παγιοποιήσει | είχα παγιοποιήσει | θα έχω παγιοποιήσει | να έχω παγιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παγιοποιήσει | είχες παγιοποιήσει | θα έχεις παγιοποιήσει | να έχεις παγιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παγιοποιήσει | είχε παγιοποιήσει | θα έχει παγιοποιήσει | να έχει παγιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παγιοποιήσει | είχαμε παγιοποιήσει | θα έχουμε παγιοποιήσει | να έχουμε παγιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παγιοποιήσει | είχατε παγιοποιήσει | θα έχετε παγιοποιήσει | να έχετε παγιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παγιοποιήσει | είχαν παγιοποιήσει | θα έχουν παγιοποιήσει | να έχουν παγιοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγιοποιώ