πίσσωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πίσσωσῐς | αἱ | πισσώσεις | ||||
γενική | τῆς | πισσώσεως | τῶν | πισσώσεων | ||||
δοτική | τῇ | πισσώσει | ταῖς | πισσώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πίσσωσῐν | τὰς | πισσώσεις | ||||
κλητική ὦ! | πίσσωσῐ | πισσώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πισσώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πισσωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίσσωσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίσσωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πίσσωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.