Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάπισσα οι πάπισσες
      γενική της πάπισσας των παπισσών
    αιτιατική την πάπισσα τις πάπισσες
     κλητική πάπισσα πάπισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάπισσα < (μαρτυρείται από το 1788) πάπας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάπισσα θηλυκό

  1. γυναίκα που αποκρύπτοντας το φύλο της ανέρχεται στο αξίωμα του πάπα
    ο μεσαιωνικός θρύλος για την Πάπισσα Ιωάννα

  Μεταφράσεις επεξεργασία