πάπισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάπισσα | οι | πάπισσες |
γενική | της | πάπισσας | των | παπισσών |
αιτιατική | την | πάπισσα | τις | πάπισσες |
κλητική | πάπισσα | πάπισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάπισσα θηλυκό
- γυναίκα που αποκρύπτοντας το φύλο της ανέρχεται στο αξίωμα του πάπα
- ο μεσαιωνικός θρύλος για την Πάπισσα Ιωάννα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάπισσα
|