οἰκτρότης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οἰκτρότης | αἱ | οἰκτρότητες | ||||
γενική | τῆς | οἰκτρότητος | τῶν | οἰκτροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | οἰκτρότητῐ | ταῖς | οἰκτρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | οἰκτρότητᾰ | τὰς | οἰκτρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | οἰκτρότης | οἰκτρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰκτρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰκτροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οἰκτρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἰκτρό(ς) + -της
Ουσιαστικό επεξεργασία
οἰκτρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- οικτρότητα, κατάσταση που προκαλεί οίκτο
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- οἰκτρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.