Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρητηροπυελοσκόπηση οι ουρητηροπυελοσκοπήσεις
      γενική της ουρητηροπυελοσκόπησης των ουρητηροπυελοσκοπήσεων
    αιτιατική την ουρητηροπυελοσκόπηση τις ουρητηροπυελοσκοπήσεις
     κλητική ουρητηροπυελοσκόπηση ουρητηροπυελοσκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρητηροπυελοσκόπηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρητηροπυελοσκόπηση θηλυκό

  • (ιατρική) μέθοδος αφαίρεσης για πέτρες του νεφρού
    ※  Ο ασθενής μπορεί πλέον να επιλέξει την κατάλληλη για αυτόν μέθοδο, με βάση το μέγεθος της πέτρας του. Οι διαθέσιμες σήμερα μέθοδοι είναι η εξωσωματική λιθοτριψία, η ουρητηροπυελοσκόπηση, η διαδερμική νεφρολιθοτριψία και η λαπαροσκοπική χειρουργική των λίθων (Απαλλαγείτε Αναίμακτα από τις Πέτρες! [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία