οσμήρης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οσμήρης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀσμήρης < αρχαία ελληνική ὀσμή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈzmi.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐σμή‐ρης
ΕπίθετοΕπεξεργασία
οσμήρης, -ης, -ες
- (σπάνιο, λόγιο, αρχαιοπρεπές) που αναδίδει οσμές, δυσώδης
- ※ Πολλές θειούχες ενώσεις χρησιμοποιούνται ως οσμοθέτες στο φυσικό αέριο (και στο υγραέριο) λόγο του ότι είναι οσμήρες (Χρυσούλα Κέλλη, πτυχιακή εργασία, Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Μακεδονίας, 28/04/2021, σελ. 8 [1])
- ※ Το άρωμα του οίνου προκύπτει από ένα πολύ μεγάλο αριθμό οσμηρών πτητικών ενώσεων οι οποίες διαφέρουν τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς την προέλευσή τους, (Αθηνά Διαμαντή Μητροπούλου, Μελέτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ επιλεγμένων οσμήρων πτητικών ενώσεων και πολυσακχαριτών ταννινών φλοιού και ταννινών γιγάρτων σε μοντέλο οίνου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Χημείας, μεταπτυχιακή διπλωματική διατριβή, 2007, σελ. 7 [2])
- ※ Συλλογή- επεξεργασία οσμήρων ρευμάτων (οξειδωτικές πλυντρίδες, βιόφιλτρα, μετάκαυση) (Τόλιος Ιωάννης, Επεξεργασία υγρών αποβλήτων επεξεργασία ιλύoς στην εγκατάσταση λυμάτων Θεσσαλονίκης (Σίνδος), Σχολή Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2016, σελ. 56 [3])
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οσμήρης
|