→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀσμήρης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀσμ(ή) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀσμήρης, -ης, -ες