ορκοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορκοληψία< όρκος + -ληψία· μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορκοληψία θηλυκό
- (νομικός όρος, σπάνιο) η όρκιση, από αρμόδια πρόσωπο ή αρχή, κρατικού λειτουργού κατά την ανάληψη της υπηρεσίας του
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορκοληψία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.