↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτικοποίηση οι οπτικοποιήσεις
      γενική της οπτικοποίησης* των οπτικοποιήσεων
    αιτιατική την οπτικοποίηση τις οπτικοποιήσεις
     κλητική οπτικοποίηση οπτικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπτικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπτικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπτικοποίηση θηλυκό

  • μετατρέπω πληροφορία σε οπτικό ερέθισμα
    • (πληροφορική) πέρασμα οπτικών ινών σε σημείο που δεν υπήρχαν (ειδάλλως-αλλιώς εκτελώ: α. επιδιόρθωση ή β. αναβάθμιση)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία