Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοχρησία οι οπλοχρησίες
      γενική της οπλοχρησίας των οπλοχρησιών
    αιτιατική την οπλοχρησία τις οπλοχρησίες
     κλητική οπλοχρησία οπλοχρησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλοχρησία < όπλον+χρήσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλοχρησία θηλυκό

  • η χρήση όπλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία