Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχεκτομή οι ονυχεκτομές
      γενική της ονυχεκτομής των ονυχεκτομών
    αιτιατική την ονυχεκτομή τις ονυχεκτομές
     κλητική ονυχεκτομή ονυχεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονυχεκτομή < ονυχ(ας) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονυχεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) μερική ή ολική αφαίρεση της ρίζας του νυχιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία