Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγοκαρπία οι ολιγοκαρπίες
      γενική της ολιγοκαρπίας των ολιγοκαρπιών
    αιτιατική την ολιγοκαρπία τις ολιγοκαρπίες
     κλητική ολιγοκαρπία ολιγοκαρπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγοκαρπία < ὀλιγόκαρπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολιγοκαρπία θηλυκό

  • το φαινόμενο ένα δέντρο να μην παράγει τον φυσιολογικό αριθμό καρπών

  Μεταφράσεις επεξεργασία