Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογδοντάρα οι ογδοντάρες
      γενική της ογδοντάρας
    αιτιατική την ογδοντάρα τις ογδοντάρες
     κλητική ογδοντάρα ογδοντάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογδοντάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ογδοντάρα θηλυκό

  1. γυναίκα ηλικίας περίπου ογδόντα χρονών
  2. ένα σύνολο από ογδόντα ομοειδή πράγματα, πχ 80€
    Πόσο να κάνει ένας καλός εκτυπωτής; Δε θα κάνει καμιά ογδοντάρα;

  Μεταφράσεις επεξεργασία