ξόδιαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξόδιαση | οι | ξόδιασες |
γενική | της | ξόδιασης | — | |
αιτιατική | την | ξόδιαση | τις | ξόδιασες |
κλητική | ξόδιαση | ξόδιασες | ||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξόδιαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξόδιαση θηλυκό
- το ξόδεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξόδιαση
→ δείτε τη λέξη ξόδεμα |