Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυράφισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυράφισμα
τα
ξυραφίσμα
τ
α
γενική
του
ξυραφίσμα
τ
ος
των
ξυραφισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξυράφισμα
τα
ξυραφίσμα
τ
α
κλητική
ξυράφισμα
ξυραφίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυράφισμα
<
ξυραφίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυράφισμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
ξυραφίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυράφισμα