ξυπνημός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξυπνημός | οι | ξυπνημοί |
γενική | του | ξυπνημού | των | ξυπνημών |
αιτιατική | τον | ξυπνημό | τους | ξυπνημούς |
κλητική | ξυπνημέ | ξυπνημοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξυπνημός < ξυπνώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυπνημός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη ξύπνημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξύπνημα